- πασαπόρτι
- το(λ. ιταλ.)1. διαβατήριο.2. μτφ., αποπομπή, διώξιμο: Ζήτησε αύξηση κι ο εργοδότης του του έδωσε το πασαπόρτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πασαπόρτι — το 1. διαβατήριο 2. μτφ. διώξιμο, αποπομπή («θα πάρει πασαπόρτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passaporto (< passo «περνώ» + porto «λιμάνι»)] … Dictionary of Greek